- Αυστραλός
- ο , Αυστραλή η австрали|ец, -йка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αυστραλός — ο θηλ. ή και Αυστραλέζος, ο θηλ. α ο κάτοικος της Αυστραλίας ή εκείνος που προέρχεται απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… … Dictionary of Greek
Κίτινγκ, Πολ Τζον — (Paul John Keating, Μπάνκσταουν, Σίδνεϊ 1944 –). Αυστραλός πολιτικός. Γόνος εργατικής οικογένειας, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 14 ετών και φοίτησε στο τεχνικό κολέγιο Μπέλμοντ, ενώ παράλληλα σχημάτισε ένα ροκ συγκρότημα. Το 1968 προσχώρησε… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, Μελ — (Mel Gibson, Νέα Υόρκη 1956 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς της σύγχρονης εποχής (η αμοιβή του, στις αρχές του 21ου αι., ξεπερνά τα 30 εκατ. δολ. ΗΠΑ ανά ταινία) … Dictionary of Greek
Γουίαρ, Πίτερ — (Peter Weir, Σίδνεϊ 1944 –). Αυστραλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Η επαγγελματική του δράση ξεκίνησε το 1974· ακολούθησε μια σειρά ταινιών που τον έκαναν γνωστό και εκτός Αυστραλίας: Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων (1975), Το τελευταίο… … Dictionary of Greek
Γουίλκινς, Τζορτζ Χάμπερτ — (George Humbert Wilkins, Μοντ Μπράιαν Ιστ 1888 – Φλάμλινγκαμ, Μασαχουσέτη 1958). Αυστραλός εξερευνητής. Ο Γ., όπως και ο ναύαρχος Μπερντ, εκμεταλλεύτηκε κατά τον καλύτερο τρόπο όλες τις τεχνολογικές προόδους, ανοίγοντας ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κένταλ, Χέρνι — (Henry Kendall, 1841 – 1882). Αυστραλός ποιητής. Στα έργα του εξυμνεί την ομορφιά της φύσης και της πατρίδας του. Τα ποιήματά του Τραγούδι από τα βουνά, Φύλλα από τα δάσητης Αυστραλίας κ.ά. εκδόθηκαν σε συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα μετά τον… … Dictionary of Greek